αἰσχροκερδεῖ

αἰσχροκερδεῖ
αἰσχροκερδέω
to be sordid
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
αἰσχροκερδέω
to be sordid
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
αἰσχροκερδής
sordidly greedy of gain
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
αἰσχροκερδής
sordidly greedy of gain
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αισχροκερδώ — ησα, κάνω αισχροκέρδεια: Αυτός χρόνια τώρα αισχροκερδεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοκάπηλος — ο 1. αυτός που παράνομα εκδίδει και διακινεί βιβλία. 2. αυτός που αισχροκερδεί εκδίδοντας ξένα βιβλία, ο τυποκλόπος: Ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας μάς προστατεύει από τους βιβλιοκάπηλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”